- αἰνός
- αἰνός1 awful, dreadful
ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται P. 1.15
αἰνῷ φόβῳ P. 5.61
αἰνὰν ὕβριν P. 11.55
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται P. 1.15
αἰνῷ φόβῳ P. 5.61
αἰνὰν ὕβριν P. 11.55
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αἰνός — dread masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἶνος — tale masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἶνος — tale masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίνος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
άινος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
Αίνος — Sp Ènas Ap Αίνος/Ainos L k. ir nac. parkas Kefalinijos s., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
αἰνά — αἰνός dread neut nom/voc/acc pl (epic ionic) αἰνά̱ , αἰνός dread fem nom/voc/acc dual (epic ionic) αἰνά̱ , αἰνός dread fem nom/voc sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνότερον — αἰνός dread adverbial comp (epic ionic) αἰνός dread masc acc comp sg (epic ionic) αἰνός dread neut nom/voc/acc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνόν — αἰνός dread masc acc sg (epic ionic) αἰνός dread neut nom/voc/acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνότατα — αἰνός dread adverbial superl (epic ionic) αἰνός dread neut nom/voc/acc superl pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)